Ήρωες: Τι πέτυχαν δυο ταπεινοί άνθρωποι από τους Λιγκιάδες Ιωαννίνων

Ο Νίκος Αλμπανόπουλος γράφει για το πώς δυο άνθρωποι από τους Λιγκιάδες «νίκησαν» την ιστορία.

 

Ο Νίκος Αλμπανόπουλος γράφει για το πώς δυο άνθρωποι από τους Λιγκιάδες «νίκησαν» την ιστορία.

Ανέβηκα πρώτη φορά στους Λιγκιάδες, πάνω από τα Ιωάννινα, το 1985. Έκτοτε συχνά, για την υπέροχη θέα. Έτσι έμαθα σιγά σιγά πώς ξετυλίχθηκε η καταστροφή του Οκτωβρίου 1943, όταν οι Γερμανοί στρατιώτες εκτέλεσαν όλους τους κατοίκους των. Από αβάπτιστα ως γέρους και γριές· δεν ήθελαν να γλιτώσει κανένας.

Στην αρχή ρωτούσα και άκουγα το ιστορικό μέσες άκρες, ανακατεμένα, από στόματα τρίτων. Κι επειδή δεν κυκλοφορούσε κάποιο βιβλίο, αποφάσισα να το καταγράψω. Γύρω στο 1992 άρχισα να ψάχνω τους επιζώντες. Υπήρχαν. Αρκετοί κάτοικοι έλειπαν σε άλλα χωριά εκείνη τη μέρα. Ήταν όμως και λιγοστοί που γλίτωσαν τρέχοντας ανάμεσα σε σφαίρες ή παριστάνοντας τους νεκρούς, ακίνητοι κάτω από τα σώματα σκοτωμένων. Μια γυναίκα τουλάχιστον -πόσο τραγικό;- ακίνητη κι αμίλητη κάτω από το σκοτωμένο παιδί της.

Τους ζητούσα να μου μιλήσουν για εκείνη την ημέρα και… Τη συγκίνηση δύσκολα την έκρυβα. Το λιγότερο, σε κάποιες περιγραφές μου σηκώνονταν οι τρίχες στα χέρια. Το θυμάμαι σαν τώρα, γιατί ήταν πρωτόγνωρο. Συνέβαλε το σκηνικό, ένας τόπος με τόσο συμπυκνωμένο πόνο, σε λίγα στρέμματα. Κι έπειτα, δεν είμαστε συνηθισμένοι. Δεν ακούς κάθε μέρα ανθρώπους να σου περιγράφουν λεπτομερώς πώς έχασαν όλους τους συγγενείς, μικρούς και μεγάλους, με τέτοια βιαιότητα. Ποια ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσαν από τον διπλανό, τι σκέφτονταν την ώρα που έπεφταν οι πυροβολισμοί, την ώρα που μύριζαν καμένη σάρκα, τι έκαναν τις επόμενες μέρες. Είχαν τα πάντα γραφτεί βαθιά στη μνήμη τους και τα αφηγούνταν με εξωπραγματική ψυχραιμία.

Το Νοέμβριο 1996, έκανα ένα δισέλιδο αφιέρωμα στη μηνιαία «Εφημερίδα» που εξέδιδα τότε, με τίτλο «Λιγκιάδες, εφτά άνθρωποι γράφουν ιστορία». Δεν ήταν αυτό που θα ονομάζαμε «ιστορική καταγραφή». Είχα φτιάξει μαζί με πραγματικούς και φανταστικούς διαλόγους, ανάμεσα σε επτά πρόσωπα: Γερμανούς αξιωματικούς, Έλληνες δοσίλογους, αντάρτες και άλλους. Αν ήταν ταινία, θα έγραφε στην αρχή «εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα».

Αλλά είχα συμπεριλάβει μια από όλες τις αφηγήσεις, με ακρίβεια. Του δάσκαλου Χρήστου Παππά και της γυναίκας του Ευαγγελίας: Εκείνη τη μέρα η σύζυγος ήταν κάτω, στο Στρούνι, για να φέρει νερό. Ο δάσκαλος ήταν ξαπλωμένος, όταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά του, η εννιάχρονη Παρασκευή, τον σκούντησε να του πει ότι ανεβαίνουν Γερμανοί. Θυμόταν πως η μικρή δεν είχε τρομάξει καθόλου. «Τι γενναία γυναίκα θα γινόταν αν ζούσε…»

Ο Παππάς ήξερε ότι τα μικρά δεν τα πείραζαν. Μόνο τους μεγάλους μάζευαν και τους εκτελούσαν, ποιος ξέρει για ποιο λόγο κάθε φορά. «Εσείς θα μείνετε εδώ» της είπε βιαστικά. «Με τον παππού. Να μη φοβάσαι. Να προσέχεις τα αδέλφια σου. Δεν πειράζουν τα μικρά. Να μην κλαίτε μπροστά τους και να στέκεστε μαζί με τις γυναίκες. Εγώ θα πάω να κρυφτώ στο βουνό και θα γυρίσω όποτε δω ότι φύγανε». Έτσι τα άφησε -και δεν τα είδε ποτέ ξανά. Ούτε καν νεκρά. Κάηκαν, μαζί με κάθε άλλον, γιατί οι Γερμανοί αφού οδήγησαν μικρούς μεγάλους στα σπίτια και τους εκτέλεσαν με ριπές, έβαλαν παντού φωτιά. Χάρη στους καπνούς μάλιστα, σώθηκαν κάνα δυο ακόμα.

Ο Παππάς συναντήθηκε με τη γυναίκα του αργά το ίδιο βράδυ, άφωνοι οι δυο τους από τη συμφορά. Δεν είναι μόνο που τους είχαν σκοτώσει και τα τέσσερα παιδιά -Παρασκευή, Ξανθή, Σταυρούλα, Νίκο. Είχαν επιπλέον να σηκώσουν στους ώμους ένα απίστευτο βάρος. Τη σκέψη ότι ο ίδιος ο Χρήστος είχε δώσει την οδηγία: «Εσείς μείνετε εδώ».

Σταματήστε μια στιγμή την ανάγνωση και σκεφτείτε: τέσσερα παιδιά, που μπροστά στους εγκληματίες που ερχόντουσαν, τους είπε «εγώ θα τρέξω, εσείς μείνετε εδώ». Φυσικά, αυτό ήταν το λογικό να κάνει. Αλλά και πάλι, ποιος το ξεπερνά;

Ο Χρήστος και η Ευαγγελία Παππά, δεν ήταν ήρωες για αυτό που τους συνέβη στις 3 Οκτωβρίου 1943. Αμέτρητοι άλλοι άνθρωποι έχασαν όλα τα παιδιά τους στον πόλεμο. Και τέσσερα κάποιοι, και περισσότερα. Αλλά, γιατί έκαναν κάτι μοναδικό. Μπόρεσαν κι άγγιξαν ξανά ο ένας τον άλλο, ερωτικά. Κι έκαναν τέσσερα παιδιά ακόμα.

Τους σκότωσαν τέσσερα παιδιά, κι έκαναν άλλα τέσσερα.

Και τα μεγάλωσαν.

Και είδαν και μεγάλωσαν εγγόνια.

Πόσοι μυθιστορηματικοί ήρωες έχουν καταφέρει κάτι ανάλογο;

Με τον τρόπο τους αποδείχθηκαν πιο ισχυροί από αυτό που τους ετοίμασε η ιστορία. Την νίκησαν. Με αυτή τη σκέψη κατέληγα σε εκείνο το αφιέρωμα του 1996: «Ποιος είναι πιο δυνατός; Ο άνθρωπος ή η ιστορία»;

Τον Χρήστο και την Ευαγγελία Παππά είχα φωτογραφίσει στο σπίτι τους, μόλις μου ολοκλήρωσαν την αφήγησή τους, Φθινόπωρο 1996.

Υστερόγραφο

Πριν λίγες μέρες ανακάλυψα το βιβλίο του Christoph U. Schminck – Gustavus για την 3η Οκτώβρη 1943 με τίτλο Μνήμες κατοχής ΙΙΙ, οι Λυγκιάδες στις φλόγες. Ο S. – G. είναι ιστορικός και έχει κάνει επαγγελματικά και ολοκληρωμένα αυτό που είχα δοκιμάσει να κάνω κι εγώ, μάλλον ατελώς. Διαβάζοντάς το, θυμήθηκα με συγκίνηση τις αφηγήσεις των επιζώντων. Το πιο σημαντικό: θυμήθηκα πώς σηκώνονται οι τρίχες στο χέρι…

Το βιβλίο περιλαμβάνει ακόμα πρόσθετο υλικό, όπως πρωτότυπες διαταγές του στρατού, αποφάσεις γερμανικών δικαστηρίων, ονόματα, περιστατικά που δεν γνώριζα κ.ά. Διαβάστε το -κυκλοφόρησε στις γιαννιώτικες εκδόσεις Ισνάφι το 2011, αν και το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας του συγγραφέα είχε γίνει πριν ασχοληθώ εγώ με το θέμα, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Από το βιβλίο του S. – G. πήρα και τα ονόματα των 4 πρώτων παιδιών του Χρήστου και της Ευαγγελίας, που δεν τα είχα σημειώσει τότε, το ’96.

Νίκος Αλμπανόπουλος
Ηπειρωτικός Αγών