Τα πραγματικά μεγέθη - Ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία
Ο αριθμός των εφημερίδων
Σήμερα βρίσκονται σε κυκλοφορία περί τις 105 ημερήσιες περιφερειακές εφημερίδες. Αν υπολογίσει κανείς ότι στην τελευταία μεγάλη πανελλαδική έρευνα αναγνωσιμότητας- θεαματικότητας- ακροαματικότητας που έγινε το 2007 από την κοινοπραξία MRB- VPRC- METRON ANALYSIS για λογαριασμό της ΓΓΕ- ΓΓΕ, μετρήθηκαν από πλευράς αναγνωσιμότητας 196 ημερήσιες περιφερειακές εφημερίδες, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι σχεδόν οι μισές (το 46%) των όσων κυκλοφορούσαν πριν 15 μόλις χρόνια, ανέστειλαν τη λειτουργία τους ή άλλαξαν περιοδικότητα (έγιναν κυρίως εβδομαδιαίες) ή διατήρησαν μόνο την ηλεκτρονική τους έκδοση! Αντιθέτως έναντι των 91 εφημερίδων που διέκοψαν την κυκλοφορία τους από το 2007 και μετά, σήμερα κυκλοφορούν μόνον 6 που εξεδόθησαν από εκείνο το χρονικό σημείο και έκτοτε (!), στοιχείο που αποδεικνύει το απαγορευτικό επιχειρηματικό-οικονομικό ρίσκο που συνεπάγεται πλέον μια εκδοτική απόπειρα στο χώρο του Περιφερειακού Τύπου. Αυτά και μόνο τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά της τραγικής κατάστασης την οποία βιώνει ο κλάδος!
Η απασχόληση στον κλάδο
Ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στις επιχειρήσεις έντυπου τύπου της περιφέρειας υπολογίζεται σε 1.800 με 2.000 εργαζόμενους. Από αυτούς το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό, πάνω από το 75%, δηλαδή 1.350 έως 1.500 εργαζόμενοι απασχολούνται στις ημερήσιες περιφερειακές εφημερίδες. Στον αριθμό αυτό υπολογίζονται όχι μόνο οι δημοσιογράφοι αλλά και λοιπές βασικές ειδικότητες εργαζομένων στις επιχειρήσεις τύπου της περιφέρειας που εκδίδουν ημερήσιες εφημερίδες (γραφίστες, πιεστές, τεχνικοί, διανομείς, διοικητικό προσωπικό κλπ). Ο αριθμός αυτός θεωρείται υποεκτιμημένος κι αυτό γιατί πολλές από τις επιχειρήσεις αυτές έχουν εκχωρήσει σε άλλες εταιρείες τους ή σε τρίτους σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων αυτών (εκτύπωση, διανομή κλπ) με αποτέλεσμα να εμφανίζουν λιγότερους εργαζόμενους, ενώ στην πραγματικότητα δημιουργούν επιπλέον απασχόληση. Φυσικά πρέπει να συνυπολογιστεί και η αδήλωτη και μη καταγεγραμμένη εργασία που παρατηρείται στις μικρότερες κυρίως επιχειρήσεις και εφημερίδες.
Ο κύκλος εργασιών
Ο συνολικός τζίρος των επιχειρήσεων έντυπου περιφερειακού τύπου υπολογίζεται για το 2021 σε 35.810.000 ευρώ, με μειούμενο ετήσιο ρυθμό μεταβολής. Σχεδόν το 70% αυτού του κύκλου εργασιών (γύρω στα 25.000.000 ευρώ) παράγεται από τις ημερήσιες εφημερίδες. Αν υπολογίσουμε ότι η «βιομηχανία των ΜΜΕ» στην ελληνική περιφέρεια (τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, sites, περιοδικά κλπ) έχει ισχύ της τάξης των 65.000.000 ευρώ ανά έτος, τότε στις ημερήσιες περιφερειακές εφημερίδες αναλογεί σχεδόν το 40% του συνολικού ετήσιου τζίρου!
Ο κύκλος εργασιών ανά επιχείρηση έντυπου περιφερειακού τύπου ανέρχεται στα 154.000 ευρώ. Ωστόσο παρατηρείται μεγάλη ανομοιογένεια καθώς άνω του 1.000.000 παράγουν λιγότερες από 5 επιχειρήσεις ενώ οι συντριπτικά περισσότερες είναι κάτω από 150.000!
Ιδιαίτερη σημασία έχει η σύνθεση των εσόδων των περιφερειακών εφημερίδων τα οποία μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τέσσερις πηγές. Την πώληση περιεχόμενου (σημεία πώλησης και συνδρομητές σε έντυπη και σε ψηφιακή μορφή), τις διαφημίσεις (κρατικές και ιδιωτικές), τις υποχρεωτικές κρατικές δημοσιεύσεις και τις δημοσιεύσεις ιδιωτών, (αγγελίες, κοινωνικά, ανακοινώσεις κλπ). Όμως και εδώ υπάρχει έντονη ανομοιογένεια ανάλογα με το «μέγεθος» της εφημερίδας. Στις μεγαλύτερες περιφερειακές εφημερίδες η βασική πηγή εσόδων είναι οι πωλήσεις (από 50%-65%) και ακολουθούν οι διαφημίσεις (15%-30%), οι κρατικές δημοσιεύσεις (5%-20%) και οι ιδιωτικές δημοσιεύσεις (5%-15%). Αντίθετα στις μικρότερες εφημερίδες του κλάδου η βασική πηγή είναι οι κρατικές δημοσιεύσεις (60%-95%), και ακολουθούν οι πωλήσεις (0%-30%), και οι διαφημίσεις και καταχωρίσεις ιδιωτών (0%-15%).
Βεβαίως πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ο κλάδος του έντυπου περιφερειακού τύπου είναι ίσως ο μοναδικός επιχειρηματικός κλάδος για τον οποίο δεν υπάρχουν ειδικές κλαδικές μελέτες οι οποίες να αποτυπώνουν την πραγματική σημερινή του κατάσταση σε όλους τους δείκτες που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό. Η τελευταία σχετική έρευνα (του καθηγητή Χαιρετάκη) από το 2007, μετράει και αυτή σχεδόν μια 15ετία, στην οποία έχουν έρθει τα πάνω-κάτω! Τα παρατιθέμενα εδώ συνοπτικά στοιχεία προέρχονται από τα στοιχεία που τηρεί ο ΣΗΠΕ και από σχετική πρόσφατη εργασία-εισήγηση του κ. Θ. Λουλούδη, εκδότη της εφημερίδας ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ.
Τα θεσμικά και οικονομικά προβλήματα
Από πού να αρχίσουμε και που να τελειώσουμε! Παρότι το σωστό θα ήταν να ξεκινήσουμε τη σχετική αναφορά από τα θεσμικά ζητήματα, εντούτοις η βιαιότητα, η οξύτητα και ο επείγων χαρακτήρας των οικονομικών προβλημάτων του κλάδου επιβάλλει την αλλαγή προτεραιότητάς.
Χωρίς αμφιβολία ο περιφερειακός τύπος στη χώρα μας βιώνει τα τελευταία χρόνια τη χειρότερη οικονομική κατάσταση της ιστορίας του!
Η πανδημία ήρθε να σαρώσει ό,τι είχε απομείνει όρθιο από την υπερδεκαετή οικονομική κρίση που τσάκισε κυριολεκτικά τα περιφερειακά ΜΜΕ. Γιατί σε αντίθεση με τα πανελλήνιας κυκλοφορίας ΜΜΕ ( κάποιες κατηγορίες των οποίων μάλιστα αύξησαν τα έσοδά τους), τα Περιφερειακά Μέσα και ιδιαίτερα οι ημερήσιες περιφερειακές εφημερίδες είδαν να κατακρημνίζονται ξαφνικά όλες οι πηγές εσόδων τους!
Οι πωλήσεις των φύλων συρρικνώθηκαν εντυπωσιακά καθώς είναι γνωστό ότι σε περιόδους κρίσης και οικονομικής ύφεσης, ο πρώτος τομέας που «την πληρώνει» είναι η ενημέρωση. Την ίδια στιγμή ο αποκλειστικός μας πελάτης, η διαφημιστική αγορά της περιφέρειας (σε αντίθεση πάλι με πολλούς μεγάλους διαφημιζόμενους που αύξησαν τα διαφημιστικά τους κονδύλια) σχεδόν εξαφανίστηκε!
Και σαν να μην έφταναν αυτά, με την πραγματική ή και προσχηματική επίκληση μνημονικών δεσμεύσεων, τα τελευταία χρόνια καταργήθηκαν όλες οι πρόνοιες υπέρ του περιφερειακού τύπου, κάποιες από τις οποίες ίσχυαν επί δεκαετίες! Το πρόβλημα αυτό το βιώνουν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση από το μέσο όρο, οι σοβαρές επιχειρήσεις τύπου της περιφέρειας που εκπροσωπεί ο ΣΗΠΕ οι οποίες αφενός στηρίζονται στην αγορά και τους αναγνώστες τους και όχι στο κράτος και αφετέρου έχουν και μεγάλα έξοδα (εργασιακά, φορολογικά ασφαλιστικά κλπ) να αντιμετωπίσουν.
Και όλα αυτά φυσικά υπό το βάρος της γνωστής υπαρξιακής κρίσης που αντιμετωπίζει ο έντυπος τύπος σε όλες σχεδόν τις χώρες αλλά και του γεγονότος ότι η πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό που αποτελούσε μια κάποια λύση στο παρελθόν, έχει πλήρως αποκλειστεί.
Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται με σαφήνεια και στους αριθμούς που αναφέρθηκαν και δείχνουν την θεαματική συρρίκνωση που έχει επέλθει τα τελευταία χρόνια. Αν η πορεία αυτή δεν αναταχθεί και δεν αντιστραφεί, η κατάσταση θα ξεφύγει από κάθε έλεγχο και θα απειληθεί η βιωσιμότητα του κλάδου συνολικά.
Όμως εξίσου σοβαρά με τα οικονομικά είναι και τα θεσμικά μας προβλήματα.
Ίσως μάλιστα αυτά να είναι τα σοβαρότερα γιατί σε μεγάλο βαθμό, αυτά είναι που συντηρούν και αναπαράγουν τα οικονομικά προβλήματα καθώς και τις σοβαρές και χρόνιες παθογένειες του κλάδου. Γιατί είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι προβληματικοί παράγοντες που κρατούν καθηλωμένο τον περιφερειακό τύπο προϋπήρχαν της οικονομικής κρίσης και απλώς επιδεινώθηκαν από αυτήν.
Τέτοια προβλήματα είναι το μικρό οικονομικό μέγεθος, η τοπικότητα και η μικρή γεωγραφική βάση αναφοράς εντός της πόλης ή το πολύ του νομού, η εξάρτηση από κρατικές πηγές χρηματοδότησης, η μη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων με όρους αγοράς, το ελλιπές ή μη εξειδικευμένο προσωπικό, οι προβληματικές εγκαταστάσεις κλπ.
Αυτοί είναι μερικοί από τους παράγοντες που χαρακτηρίζουν ακόμη και σήμερα τις περισσότερες περιφερειακές εφημερίδες της χώρας και που πρέπει κάποια στιγμή να συζητηθούν με ειλικρίνεια και σοβαρότητα.
Βασικό θεσμικό πρόβλημα συνιστά επίσης και η απουσία σαφούς και ενιαίου νομοθετικού πλαισίου για τον περιφερειακό τύπο. Οι ρυθμίσεις που τον αφορούν εκτείνονται σε πλήθος νομοθετημάτων και διατάξεων, πολλές φορές αντιφατικών μεταξύ τους, οι περισσότερες ψηφισμένες εδώ και δεκαετίες, που τροποποιούνται και ξανατροποποιούνται συνεχώς.
Κάποια από τα ζητήματα αυτά είναι υπόθεση των ίδιων των περιφερειακών εφημερίδων να δουν και να τα αντιμετωπίσουν. Η μεγάλη εικόνα όμως είναι υπόθεση της Πολιτείας στην οποία ανήκουν και οι βασικές ευθύνες για την σημερινή κατάσταση. Όλες οι κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες αντιμετώπισαν τον περιφερειακό τύπο ως το «αποπαίδι» του συστήματος ενημέρωσης και πληροφόρησης της χώρας και είτε δεν περιελάμβαναν τα προβλήματά του στις προτεραιότητές τους είτε, όταν αποφάσιζαν να ασχοληθούν μαζί του, επεδίωκαν να δημιουργήσουν ένα θεσμικό περιβάλλον έτσι δομημένο ώστε να ευνοεί, να συντηρεί και να αναπαράγει πελατειακές λογικές και σχέσεις εξάρτησης και υποταγής αντί να ενισχύει και να στηρίζει την ανεξαρτησία, την επιχειρηματικότητα και τον υγιή ανταγωνισμό. Αντίστοιχα οι δημόσιες πολιτικές που ασκήθηκαν στο χώρο όλα αυτά τα χρόνια πέραν του ότι ήταν αντιφατικές και πρόχειρες, προσαρμοσμένες κάθε φορά στη συγκυρία και στις πολιτικές επιδιώξεις της εκάστοτε κυβέρνησης, ποτέ δεν διακρίθηκαν για τον αναπτυξιακό και όχι επιδοματικό και διανεμητικό τους χαρακτήρα, ακριβώς για να συντηρούνται αυτές οι σχέσεις εξάρτησης.
Είναι καιρός αυτό να αλλάξει. Και ο ΣΗΠΕ θα προσπαθήσει να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση.