Η δημοσιογραφία τον καιρό του facebook

«Πιστεύω ότι η πραγματική δύναμη βρίσκεται -σχεδόν αποκλειστικά- στα χέρια των δημοσιογράφων. Μόνο αυτοί θα μπορούσαν να χτίσουν ένα οχυρό υπεράσπισης του δημοσιογραφικού λόγου και πρακτικής, μέσα από ένα ισχυρό κώδικα δεοντολογίας. Κάθε Μέσο θα έπρεπε να διαθέτει εσωτερική «ομάδα δεοντολογίας» -ας απαρτίζεται σε πρώτη φάση, ιδιαίτερα στα μικρότερα Μέσα, από ένα άτομο μόνο»

 

«Πιστεύω ότι η πραγματική δύναμη βρίσκεται -σχεδόν αποκλειστικά- στα χέρια των δημοσιογράφων. Μόνο αυτοί θα μπορούσαν να χτίσουν ένα οχυρό υπεράσπισης του δημοσιογραφικού λόγου και πρακτικής, μέσα από ένα ισχυρό κώδικα δεοντολογίας. Κάθε Μέσο θα έπρεπε να διαθέτει εσωτερική «ομάδα δεοντολογίας» -ας απαρτίζεται σε πρώτη φάση, ιδιαίτερα στα μικρότερα Μέσα, από ένα άτομο μόνο».

Αργά το βράδυ της 19ης Οκτωβρίου 2019 μια παράξενη ιστορία άρχισε να ξετυλίγεται στο facebook και άλλα social media. Αστυνομικοί εισέβαλαν στον κινηματογράφο Αελλώ που έπαιζε το «κατάλληλο από 17» Τζόκερ και οδήγησαν τα μικρότερα παιδιά στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων -είναι δυνατόν; Τελευταία φορά που συνέβη κάτι ανάλογο ήταν αρχές δεκαετίας του ‘70 και το έκαναν γυμνασιάρχες της επαρχίας, ούτε καν χωροφύλακες.

Την επόμενη μέρα, οι επικριτικές αναρτήσεις πήραν μορφή χιονοστιβάδας. Ο θυμός για τη μεθοδολογία της αστυνομικής επέμβασης -σε δύο τελικώς κινηματογράφους- φούντωσε σε όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Ακόμα και ψηφοφόροι της ΝΔ, πρόθυμοι την περίοδο που διανύουμε να δικαιολογούν κάθε κυβερνητική ενέργεια, φάνηκαν να δυσανασχετούν: «νόμο και τάξη ψηφίσαμε, όχι να τραβιούνται 15χρονα για εξακρίβωση, για μια ταινία που μπορούν να δουν στο ίντερνετ».

Εκείνη τη στιγμή μπήκε μπροστά το σχέδιο «σπείρατε αμφιβολίες». Αλλά σας προλαβαίνω. Δεν μιλώ για οργανωμένη συνωμοσία, με επιτελικό σχεδιασμό. Είναι τέτοιος ο επαγγελματικός ξεπεσμός και τα χαμηλά στάνταρντ πολλών ΜΜΕ, που αρκεί η πρωτοβουλία ενός απλού πολίτη με προσωπικό πολιτικό κίνητρο.

Το εργαλείο: ο πολίτης με «απλό και καθημερινό» ύφος δίνει τη δική του «μαρτυρία», που δεν έχει στόχο το σύνολο του πληθυσμού, αλλά τους μη πολιτικοποιημένους και τους υποστηρικτές της κυβέρνησης: «Επειδή η γυναίκα μου και η κόρη μου ήταν στην παράσταση των 7 στο Αελλώ όπου σύμφωνα με κάποιους μπούκαρε η αστυνομία και έβγαζε έξω ανήλικα παιδιά και επειδή το αναπαράγουν όλο και περισσότεροι η πραγματικότητα έχει ως εξής (…) ένας από τους αστυνομικούς πλησίασε κάποιον κύριο που πήγαινε τον δεκατετράχρονο γιο του να δει την ταινία (…) η σύζυγος όμως είχε κάνει καταγγελία στην αστυνομία ότι δεν συναινεί ο γιος της να δει την ταινία (…) Αυτά περί ΕΚΑΜ που μπουκάρανε και βγάζανε παιδιά είναι ιστορίες για αγρίους».

Μια απλή ενδοοικογενειακή διαφωνία λοιπόν. Καλώς! Έτσι έπρεπε να είναι. Χίλιες φορές αυτή η εκδοχή στη συνείδησή μας, από μοτοσυκλέτες, μπουκάρισμα στα σινεμά, μέτρημα μήκους μαλλιών και φούστας και προσαγωγές ανηλίκων στο τμήμα. Αρκετοί εξάλλου οπαδοί της νέας κυβέρνησης έσπευσαν να δηλώσουν αμέσως την ανακούφισή τους, μην παραλείποντας χαρακτηρισμούς στο σύνηθες ύφος των κοινωνικών δικτύων:

Μέχρις εδώ, οι διάλογοι στο facebook ανάξιοι σχολιασμού. Από τέτοιου είδους παραπλανητικά σχόλια ξεχειλίζουν τα social και σύμπασα η καθημερινότητά μας. Μας λέει ένας φίλος κάτι στο γραφείο ή στο δρόμο, το παίρνουμε τοις μετρητοίς και χωρίς να το βασανίσουμε διαμορφώνουμε στάση και συνείδηση.

Εκεί που οφείλει να μην συμβαίνει αυτό, είναι στα «κανονικά» ΜΜΕ. Σε αυτά, ισχύουν -υποτίθεται- άλλοι κανόνες από το «κοίτα να δεις τι άκουσα το πρωί στο λεωφορείο»!

Ανοίγω σύντομη παρένθεση.

Λου Γκραντ

Ο πιο σπουδαίος παιδικός μου ήρωας δεν πετούσε: ο Λου Γκραντ ήταν υπεύθυνος σύνταξης της (φανταστικής) LA Tribune. Πολλά κράτησα στη ζωή μου από αυτόν, αλλά εδώ περιορίζομαι σε ένα μόνο: πόσο δύσκολο είναι να υπηρετήσεις αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται σχετικά απλό, να είσαι δηλαδή «καλός δημοσιογράφος». Είναι δύσκολο γιατί κάθε ιστορία δεν έχει απαραίτητα μια μόνο πλευρά. Γιατί οι άνθρωποι λένε ψέματα ή απλώς τη δική τους αλήθεια. Γιατί πολλά θέματα είναι περίπλοκα και για να τα κατανοήσεις προκειμένου να γράψεις γι’ αυτά, χρειάζονται γνώσεις και μελέτη (δηλαδή κόπος). Τέλος, γιατί ο δημοσιογράφος έχει ανθρώπινες αδυναμίες. Και υπάρχουν φορές που, κι αν ακόμα έχει ξεκινήσει με τις υψηλότερες αξίες, το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να αποδειχθεί ισχυρότερο.

Στο πρώτο κιόλας επεισόδιο της σειράς, ο Λου Γκραντ προσπαθεί να στηρίξει τον συμπαθή και έμπειρο αστυνομικό του συντάκτη, που διστάζει να γράψει κομμάτι για τη διαφθορά σε αστυνομικό τμήμα. «Μήπως το ένα» και «μήπως το άλλο» και «μήπως να περιμένουμε λίγο για να το κάνουμε πληρέστερο» κλπ. Αποδεικνύεται ότι αυτό που φταίει είναι η μακροχρόνια σχέση του παλιού δημοσιογράφου με τους αστυνομικούς και η εξάρτησή του από αυτούς για να έχει πηγές. Για να μένει δηλαδή όρθιος στο επάγγελμα, ανάμεσα σε νεότερους που τρέχουν περισσότερο.

Για όλους αυτούς του λόγους, υπάρχουν κανόνες και δικλείδες πέρα από την ηθική και επαγγελματική συγκρότηση του δημοσιογράφου. Την τήρησή τους παρακολουθούν και επιβάλλουν με αυστηρότητα τρίτοι (πχ. μια ανεξάρτητη επιτροπή δεοντολογίας εντός του Μέσου, ένα εξωτερικό όργανο των ίδιων των δημοσιογράφων κ.ά.). Ένα «συμβάν» είναι γεγονός αν διασταυρώνεται και από δεύτερη, ανεξάρτητη πηγή. Ο δημοσιογράφος οφείλει να κάνει έρευνα μιλώντας με όσο περισσότερο κόσμο μπορεί, κρατώντας γραπτές σημειώσεις (ημέρα, ώρα, στιχομυθία). Και όταν γράψει, θα είναι σαφής, ακριβολόγος και θα μείνει στα γεγονότα.

Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι «αγγελικά πλασμένα» τα πράγματα στα μεγάλα και έγκυρα Μέσα της Δύσης. Ωστόσο οι δικλείδες ασφαλείας έχουν οδηγήσει δημοσιογράφους που έχουν γράψει ανακρίβειες από τεμπελιά ή δόλο να διασυρθούν και να χάσουν τη δουλειά τους. Και έτσι η ποιότητα της ειδησεογραφίας παραμένει συγκριτικά αναβαθμισμένη.

Στην Ελλάδα;

Πίσω στον Τζόκερ

Στην Ελλάδα ο δημοσιογραφικός όρος «έρευνα» αποτελεί προϊόν πολυτελείας. Έργο ελάχιστων δημοσιογράφων. Οι υπόλοιποι αρκούνται στο τηλέφωνο, στις «διαρροές» πολιτικών και επιχειρηματιών και στα έτοιμα δελτία Τύπου. Και εσχάτως, στο πιο ανέξοδο και τεμπέλικο όλων: στις αναρτήσεις των social media.

Έτσι, για παράδειγμα, η ιστοσελίδα liberal.gr παίρνει την ανάρτηση του πολίτη που αναφέρθηκε παραπάνω, την υιοθετεί χωρίς συζήτηση («μεταφέρει τη μαρτυρία της συζύγου του (…) καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς περί εισόδου της Αστυνομίας και απομάκρυνσης ανηλίκων») και κατακεραυνώνει την… «εμφανή προσπάθεια ορισμένων να εμφανίσουν μια εικόνα που θυμίζει άλλες εποχές»!

Καμία επιφύλαξη αν το περιστατικό που αναφέρει ο χρήστης του facebook είναι πραγματικό, καμία απόπειρα διασταύρωσης από ανθρώπους που θα έπρεπε να γνωρίζουν (όπως πχ. ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛΑΣ ή ο ιδιοκτήτης της αίθουσας)· ούτε καν μια ματιά στο προφίλ του, που θα αποκάλυπτε αμέσως ότι το πιθανότερο κίνητρό του είναι η πολιτική του τοποθέτηση.

Βέβαια, το liberal.gr και τη «αυτόπτη σύζυγο» είχαν προλάβει την ίδια κιόλας μέρα τα πραγματικά περιστατικά. Η ίδια η πολιτική ηγεσία δύο εμπλεκόμενων υπουργείων επιβεβαίωσε ότι η αστυνομία είχε πράγματι εισβάλει, όχι εξαιτίας τους τηλεφωνήματος μιας… μάνας αλλά μετά από παραγγελία στελεχών του υπουργείου Πολιτισμού.

Και δεν τελειώνουν εδώ τα ευτράπελα. Για λόγους που μπορεί ο καθένας να φανταστεί, ο πολίτης διέγραψε την ανάρτησή του τις επόμενες μέρες αλλά η ιστοσελίδα αμέλησε να ανακαλέσει το δικό της δημοσίευμα και έτσι αυτό έχει μείνει (για την ώρα) ξεκρέμαστο, με την ακόλουθη «τρύπα» (βλ. εικ. 4).

«Εγώ δεν άκουσα καμία φωνή»

Η χρήση ανύπαρκτων πηγών στο «επεισόδιο» Αελλώ – Liberal δεν είναι εξαίρεση, αλλά δυστυχώς ο κανόνας. Ένα παρόμοιο περιστατικό εκτυλίχθηκε λίγες βδομάδες αργότερα. Αφορμή η διαδήλωση για το φόνο Γρηγορόπουλου (6 Δεκ. 2019) και οι καταγγελίες για αστυνομική βία που ακολούθησαν.

Προηγήθηκε ανάρτηση του Δήμου Μούτση στο facebook, με την οποία ο συνθέτης κατήγγειλε ότι το βράδυ της διαδήλωσης ακούγονταν από το αστυνομικό τμήμα Εξαρχείων ήχοι και κραυγές που μαρτυρούσαν βία κατά συλληφθέντων: «Χτες βράδυ γύρω στη 1 απ το ‘κολαστήριο’ αστυνομικό τμήμα των Εξαρχείων, ακούγονταν κραυγές και φοβερό ξύλο. Μπορεί άραγε κάποιος να μας πει περισσότερες λεπτομέρειες? (…)»

Την καταγγελία αναδημοσίευσε «γυμνή» η Athens Voice στην ιστοσελίδα της, με μια πολύ σύντομη εισαγωγική επεξήγηση: «Με ανάρτησή του στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook, o γνωστός συνθέτης (…)» κλπ. Ως εδώ, τίποτα παράξενο. Συνηθίζεται οι θέσεις που παίρνουν δημόσια πρόσωπα να αναπαράγονται στα ΜΜΕ, αν και η ιδιαιτερότητα της καταγγελίας θα έπρεπε να έχει κινητοποιήσει τους δημοσιογράφους να την ερευνήσουν βαθύτερα (να μιλήσουν πχ. με την ΕΛΑΣ ή με τον συνθέτη).

Τι ακολούθησε στην πραγματικότητα; Μπροστά στην αμηχανία και ανησυχία που δημιουργούν στο φιλελεύθερο κοινό παρόμοιες καταγγελίες, ένας άλλος πολίτης, γείτονας στο τμήμα Εξαρχείων, με δική του ανάρτηση στο facebook «διέψευσε» ότι ακούγονταν κραυγές. Με γλώσσα και πάλι χαρακτηριστική ενός «απλού και καθημερινού» ανθρώπου, εξηγεί ότι είχε την… μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη και δεν άκουσε τίποτα: «Δεν ξέρω πού μένει ο Μούτσης, αλλά πιο κοντά από μένα στο Αστυνομικό Τμήμα των Εξαρχείων δεν γίνεται να μένει. Διότι μένω ΑΠΕΝΑΝΤΙ (…) Βασικά, ο Μούτσης αποκλείεται να μένει και οπουδήποτε κοντά γιατί, αν έμενε, θα τον ξέραμε ως γείτονα. Και 10 χρόνια εδώ, εγώ δεν τον έχω δει ποτέ. Χθες βράδυ λοιπόν εγώ έπεσα για ύπνο πολύ μετά τις 02:00. Έβλεπα την εκπομπή της Nova για την Ευρωλιγκα και πιο μετά διάβαζα τις ειδήσεις. Καθόμουν στο σαλόνι, το οποίο βλέπει στο Τμήμα και μάλιστα είχα την μπαλκονόπορτα μισανοιχτη γιατί καπνίζω (…) Σας διαβεβαιώ λοιπόν ότι από το Αστυνομικό Τμήμα δεν ακούστηκε ΤΙΠΟΤΑ. Ούτε κραυγές, ούτε κλαυθμοι, ούτε οδυρμοί. ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ. Ο λόγος δε που δεν ακούστηκε τίποτα είναι γιατί, κατά 99%, δεν έφεραν κανέναν από τους προσαχθέντες/συλληφθέντες στο Τμήμα (…) Για όσους επομένως αναρωτιούνται με αγανάκτηση ‘μα τι είναι αυτό πάλι! Έλεος πια! η απάντηση είναι μια: ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΣΠΕΣΙΑΛ ΓΙΑ ΣΑΣ. ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΣΠΕΣΙΑΛ ΓΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΥΣ ΗΛΙΘΙΟΥΣ» (εικ. 5).

Αφήνω κατά μέρος το γεγονός ότι όπου και να μένει ο Μούτσης (o οποίος δεν ισχυρίστηκε καν ότι άκουσε ο ίδιος τις φωνές), μπορεί… να επισκέπτεται άλλα μέρη της Αθήνας. Αφήνω επίσης την τυπική σε αυτές τις περιπτώσεις γλώσσα του facebook (όποιος ανησυχεί για τα περιστατικά αστυνομικής βίας είναι «χρήσιμος ηλίθιος»: τουλάχιστον κατά τον προηγούμενο σχολιαστή ήταν απλώς «άγριος»). Τα αφήνω -γιατί δεν ενδιαφέρουν αυτό το άρθρο οι αναρτήσεις πολιτών στα social.

Το θέμα είναι η πλήρης αποδοχή τους από ΜΜΕ, που τα έχουν αναγάγει σε «πηγές» στη θέση της δημοσιογραφικής έρευνας.

Αν αξίζει κάτι με αυτή τη δεύτερη ιστορία, είναι ότι και πάλι θα σπάσει ο διάβολος το ποδάρι του και το Μέσο (που χωρίς ενδοιασμούς είχε υιοθετήσει τη «διάψευση» του πολίτη) θα εκτεθεί κι αυτό στο κοινό του, όπως το liberal.gr: Την μεθεπόμενη μέρα η ΕΛΑΣ θα εκδώσει ανακοίνωση (εικ. 6) σύμφωνα με την οποία φωνές ακούγονταν πράγματι, αλλά ανήκαν σε «αλλοδαπό με εμφανή ψυχολογικά προβλήματα»… Νάτη και η διάγνωση! Άγνωστο τι συνέβη στα αλήθεια, το μόνο σίγουρο ωστόσο είναι ότι η ΕΛΑΣ ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί και να «εξηγήσει» γιατί ακούγονταν φωνές από το Τμήμα, ενώ η Athens Voice έμεινε με την πηγή της που δεν άκουσε τίποτα, παρά την… μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα!

Υπάρχει διέξοδος;

Το να χρησιμοποιείς αβασάνιστα αναρτήσεις απλών πολιτών ως αποκλειστική δημοσιογραφική πηγή, ιδιαιτέρως επειδή εξυπηρετούν την πολιτική σου στράτευση ως Μέσο, είναι αναμφίβολα κατάντια. Το ερώτημα είναι, μπορεί αυτή η κατάντια να πάψει;

Κοινό και δημοσιογράφοι έχουν να παίξουν ένα ρόλο σε αυτό. Είναι όμως ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι «η δύναμη είναι στους αναγνώστες»; Ότι αν αυτοί γίνουν αυστηρότεροι κριτές των Μέσων, στηρίζοντας με την αγοραστική τους δύναμη μόνο τα αξιόπιστα, θα συμβάλουν στην εξυγίανση του χώρου; Πιστεύω πως όχι: κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί. Η είδηση δεν είναι προϊόν στο ράφι του σούπερ μάρκετ, να αξιολογήσει ο πελάτης εύκολα ποιότητα και τιμή: εμπεριέχει διαρκώς δυνητικά το ψεύδος, την ανακρίβεια και την καλά κρυμμένη παραπλάνηση και η «ζύγισή» της μπορεί να γίνει μόνο σε βάθος χρόνου ή και καθόλου. Είναι επίσης -έστω πρόσκαιρα- γοητευτική στα μάτια του κοινού, που έχει ανάγκη να δει να επιβεβαιώνονται οι πεποιθήσεις του. Στα δύο περιστατικά στα οποία αναφέρθηκα παραπάνω (social και έντυπα) βρίθουν τα θετικά, υποστηρικτικά προς τους συντάκτες σχόλια -και αυτό είναι μια φυσιολογική αντίδραση.

Πιστεύω ότι η πραγματική δύναμη βρίσκεται -σχεδόν αποκλειστικά- στα χέρια των δημοσιογράφων. Μόνο αυτοί θα μπορούσαν να χτίσουν ένα οχυρό υπεράσπισης του δημοσιογραφικού λόγου και πρακτικής, μέσα από ένα ισχυρό κώδικα δεοντολογίας. Κάθε Μέσο θα έπρεπε να διαθέτει εσωτερική «ομάδα δεοντολογίας» -ας απαρτίζεται σε πρώτη φάση, ιδιαίτερα στα μικρότερα Μέσα, από ένα άτομο μόνο. Η δε ΕΣΗΕΑ θα μπορούσε να δημιουργήσει -για παράδειγμα- μια ομάδα ελέγχου και αξιολόγησης των «ειδήσεων» αποκλειστικά ως προς την τεκμηρίωσή τους (ποιες πηγές χρησιμοποίησαν; πώς διασταύρωσαν την είδηση; μίλησαν στην άλλη πλευρά;) η οποία θα αναρτά διαρκώς, καθημερινά, τα ευρήματά της στην ιστοσελίδα της.

Σήμερα, μια εφημερίδα που διαθέτει στρώματα (συντάκτης, αρχισυντάκτης, διευθυντής) έχει περισσότερες πιθανότητες να ελέγξει την είδηση, εφόσον φυσικά το θέλει. Έχω υπηρετήσει ως διευθυντής μια τέτοια εφημερίδα (αυτή που κρατάτε στα χέρια σας) και βλέπω τη ζημιά που έχουν κάνει ορισμένες ανυπόστατες ιστοσελίδες, που σχεδόν μονοπωλούν τη διαφήμιση, την ώρα που απλώς αναδημοσιεύουν με copy-paste ό,τι αναρτηθεί δεξιά – αριστερά. Η εμμονή στις αρχές της δημοσιογραφίας, στις αρχές του Lou Grant που σήμερα τα μεγαλύτερα ΜΜΕ της Ευρώπης και των ΗΠΑ τηρούν, είναι η μόνη διέξοδος στην εξευτελιστική παρακμή της ελληνικής δημοσιογραφίας.

Νίκος Αλμπανόπουλος
Ηπειρωτικός Αγών