Ανακαλύψεις για φάλαινες και ελέφαντες στη Ρόδο

Τα ευρήματα κοσμούν το Γεωλογικό Μουσείο Ιαλυσού

 

Τα ευρήματα κοσμούν το Γεωλογικό Μουσείο Ιαλυσού

Υπήρχαν ελέφαντες και φάλαινες στη Ρόδο;

Όπως αποδεικνύεται από δύο σπουδαία ευρήματα που εντοπίστηκαν πρόσφατα στο νησί μας και τα οποία κοσμούν ήδη το Γεωλογικό Μουσείου Ιαλυσού, ναι υπήρχαν! Ο ιδιοκτήτης του Μουσείου κ. Πολυχρόνης Ε. Σταματιάδης εξηγεί για τα δύο αυτά ευρήματα, πώς εντοπίστηκαν, την ιστορία που αντιπροσωπεύουν αλλά και το «ταξίδι» που κάνουν στο βάθος των αιώνων.

ΤΑ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ανακάλυψη σπουδαίας παλαιοντολογικής σημασίας σημείωσε τις τελευταίες εβδομάδες η ερευνητική ομάδα του Γεωλογικού Μουσείου Ιαλυσού με επικεφαλής τον κ. Χρόνη Σταματιάδη με τη συνεργασία του κ. Χάρη Χατζηαλεξίου από το ενυδρείο Φαληρακίου. Κατά την πρώτη εκτίμηση και μελέτη των ευρημάτων από τον κύριο Σταματιάδη και μετά την ολοκλήρωση της συντήρησης και αποκατάστασης των ευρημάτων, φαίνεται ότι πρόκειται για ένα είδος πτεροφάλαινας (Balaenoptera physalus). Σύμφωνα με τον κ. Σταματιάδη, «η Πτεροφάλαινα το δεύτερο μεγαλύτερο ζώο του κόσμου, με μέγεθος που φθάνει τα 23 μέτρα και βάρος τους 75 τόνους, είναι η μοναδική φάλαινα που έχει σταθερή παρουσία στη Μεσόγειο και τις Ελληνικές θάλασσες. Σπάνια έχουν καταγραφεί άλλα δύο είδη φαλαινών, η μεγάπτερη και η βόρεια ρυγχοφάλαινα. Απολίθωμα μεγάπτερης φάλαινας έχει βρεθεί για πρώτη φορά στη Ρόδο τον Νοέμβριο του 2014. Πρόκειται για ένα οστρακοειδές παράσιτο (coronula diadema), ένα βαλανόμορφο οργανισμό που βρίσκεται αγκιστρωμένος αποκλειστικά και μόνο πάνω στο δέρμα της μεγάπτερης καμπουρωτής φάλαινας (megaptera novaengliae). Το συγκεκριμένο απολίθωμα αναφέρεται σε παλαιό άρθρο στην εφημερίδα «Η Ροδιακή» ως Φάλαινες στη Ρόδο πριν 2 εκατ. χρόνια.

Τα νέα ευρήματα εντοπίστηκαν πεσμένα και σκορπισμένα στο έδαφος σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Αυτό φαίνεται να έχει συμβεί μετά από τις καταστροφικές βροχές που έπληξαν το νησί της Ρόδου το τελευταίο χρονικό διάστημα. Η διάβρωση του εδάφους και η μεταφορά ιζημάτων από την αρχική τους θέση έφεραν στο φως τα μοναδικά αυτά απολιθώματα τα οποία αποκαλύπτουν τη φυσική ιστορία του τόπου και του Αιγαίου Αρχιπελάγους εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, δηλαδή κατά την Πλειόκαινο Εποχή, από 750 χιλιάδες έως και 1,6 εκατ. έτη.

Τα οστά της φάλαινας περισυλλέχθηκαν προσεκτικά και μεταφέρθηκαν στον ειδικό διαμορφωμένο εργαστήριο του Μουσείου προκειμένου να καθαριστούν και να συντηρηθούν με σκοπό την αποκάλυψη και κατά το δυνατόν την αποκατάσταση της αρχικής τους μορφής λόγω της ορατής ζημιάς που έχουν υποστεί από τις πιέσεις μέχρι την απολίθωσή τους. Ο καθαρισμός των οστών πραγματοποιήθηκε μηχανικά για την απομάκρυνση του μητρικού υλικού και με λεπτά εργαλεία χειρός με κρουστική βελόνα (airscribe) και ακολούθως έγινε η συγκόλλησή τους στο σωστό σημείο με ειδική κυανοακρυλλική κόλλα. Στη συνέχεια έχουν εμποτισθεί τμηματικά και στο σύνολό τους με ειδική ρητίνη OSTEO-FIX Paraloid B-72 προκειμένου να αυξηθεί η ανεκτικότητα και η αποχή των απολιθωμάτων στο χρόνο. Η συντήρηση και η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε με επιτυχία.

Το τελικό αποτέλεσμα μετά τη συναρμολόγηση δείχνει την αριστερή κάτω σιαγόνα του κητώδους μήκους ενός μέτρου και 40 εκατοστών και το δεύτερο ένα μεγάλο μέρος από την αριστερή πλευρά του κρανίου 50 εκατοστών.

Φαίνεται ότι η θλιβερή μοίρα της μικρής φάλαινας που είτε πέθανε στη θάλασσα και παρασύρθηκε στην ακτή, είτε παγιδεύτηκε σε ρηχά νερά κι εξόκειλε ή από τσουνάμι ή από ένα μεγάλο σεισμό μετά από καταποντισμό της χέρσου που μπορεί να είναι και η αιτία που βρέθηκε θαμμένη αρκετά μακριά από τη θάλασσα. Η περαιτέρω μελέτη κατέδειξε ότι τα ευρήματα ανήκουν σε είδος μπαλενοφόρας φάλαινας, πτεροφάλαινας ηλικίας 12-14 ετών που τη στιγμή του θανάτου της πρέπει να είχε 14-16 μέτρα μήκος και να ζύγιζε περίπου 25 τόνους, κατά τη δική μας εκτίμηση.

Η επιφανειακή μικρή φθορά των οστών έδειχνε ότι είχαν εκτεθεί στη θάλασσα και τον άνεμο πριν να σκεπαστεί για πάντα μέσα στα αμμώδη ιζήματα. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε, και όπως είναι γνωστό, ότι στη Μεσόγειο θάλασσα και στο Αιγαίο πέλαγος ζουν και άλλα είδη κητωδών (οδοντοκητών) όπως ο φυσητήρας, ο ζιφιός, το σταχτοδέλφινο, το ζωνοδέλφινο, που η αναπαραγωγή τους γίνεται σε θερμές θάλασσες επειδή το νεογέννητό τους στερείται στρώματος λίπους και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το κρύο. Αυτός είναι και ο λόγος που βρίσκονται αυτά τα θαυμάσια θηλαστικά πολλές φορές στη Μεσόγειο και στα ελληνικά νερά, από νότια της Κρήτης μέχρι το Ιόνιο πέλαγος και από το βόρειο Αιγαίο και νότια μέχρι τη Ρόδο, την Κάρπαθο, το Καστελόριζο και μέχρι την Κύπρο, εδώ και εκατομμύρια χρόνια που ακόμη με την παρουσία τους ως απολιθώματα μέσα στα στρώματα της ελληνικής γης που τα ανακαλύπτουμε μας υπενθυμίζουν ότι κάποτε υπήρξαν πριν από εμάς και υπάρχουν και σήμερα πολύ πιο εξελιγμένα που θέλουν να μας μεταδώσουν ανακαλύπτοντάς τα το αίσθημα της ευθύνης για την προστασία τους να ζήσουν ακόμα πολλά εκατομμύρια χρόνια».

ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ ΣΤΗ ΡΟΔΟ

Εκτός από τα απτά απολιθώματα φαλαινών αλλά και ελεφάντων που ανακαλύφθηκαν στη Ρόδο, η ερευνητική ομάδα του Γεωλογικού Μουσείου Ιαλυσού με επικεφαλής τον κ. Χρόνη Σταματιάδη ασχολήθηκε με την έρευνα γενικότερα των απολιθωμάτων προκειμένου να συνάγει τα δικά της συμπεράσματα. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Για τη σύνταξη του κειμένου αυτής της εργασίας προσπαθήσαμε βασισμένοι στην έρευνα να συγκεντρώσουμε στοιχεία από εργασίες της διεθνούς και της ελληνικής βιβλιογραφίας για να καταλήξουμε στα δικά μας συμπεράσματα και αποτελέσματα των απολιθωμάτων που ανακαλύφθηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα.

Η ύπαρξη νάνων ενδημικών Ελεφάντων στα νησιά του Αιγαίου αρχιπελάγους είναι γνωστή από καιρό. Εκτός από ελέφαντες έχουν βρεθεί και άλλα θηλαστικά όπως νάνοι ιπποπόταμοι, καμηλοπαρδάλεις, ελαφοειδή καθώς και διάφορα είδη μικροθηλαστικών. Ο νανισμός αυτών των θηλαστικών ιδίως των ελεφάντων κατά το τεταρτογενές σημειώνεται και σε άλλα νησιά της Μεσογείου (Κύπρο, Μάλτα, Σικελία, Σαρδηνία κ.α). Τα πλειο-πλειστοκαινικά αυτά θηλαστικά ανακαλύπτονται κυρίως σε ιζήματα σπηλαίων ή καρστικών εγκοίλων ή χασμάτων. Η πανίδα αυτή των θηλαστικών είναι δυνατόν να διακριθεί σε δύο κύριες κατηγορίες.

Εκείνη που μοιάζει με την πανίδα της Ηπειρωτικής χέρσου και είναι εύκολο να συσχετιστεί η μεταξύ τους η ηλικία και η πανίδα μη εξισορροπημένη κυρίως ενδημική. Η προέλευση των προβοσκιδωτών από την ηώκαινο εποχή, δηλαδή πριν από 50 εκατ. έτη αναπτύσσεται λεπτομερώς. Κατά τη διάρκεια της πορείας και εξέλιξης των ελεφάντων υπήρξε μία σταδιακή αύξηση στο μέγεθος των γομφίων (οδόντων) και στον αριθμό εγκάρσιων ελασμάτων σε κάθε γομφίο. Αυτά μεγιστοποιηθήκαν στο τέλος του πλειόκαινου και κάτω πλειστόκαινο σε πραγματικούς ελέφαντες στους οποίους ανήκει και το τριχωτό μαμούθ και τα μαστόδοντα που βρέθηκαν στη Ρόδο και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Τα ζώα αυτά έχοντας υποστεί το πρώτο μέρος της εξελίξεώς τους στην Αφρική κατά τη Μειόκαινο εποχή, δηλαδή πριν από 20 εκατ. χρόνια τα προβοσκιδωτά εξαπλώθηκαν σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο για να φτάσουν το μέγιστό τους στο πλειστόκαινο.

Στο τέλος όμως της περιόδου αυτής τα περισσότερα είδη εξαφανίστηκαν και τα είδη των σημερινών ελεφάντων αποτελούν στην πραγματικότητα τα υπολείμματα μιας κάποτε ποικιλόμορφης ομάδας ζώων. Η Ρόδος κατά την πλειόκαινο και πλειστόκαινο εποχή, δηλαδή πριν από 5 έως και 2 εκατ. έτη ήταν ενωμένη με την απέναντι χέρσου της Μικράς Ασίας. Κατά την ανύψωση της νήσου νέα θηλαστικά πρέπει να μπήκαν στο νησί. Συνήθως οι ελέφαντες ζουν σε οργανωμένες ομάδες. Όταν οι συνθήκες ζωής δεν είναι πολύ καλές τότε μεταναστεύουν και ψάχνουν να βρουν περιοχές με την κατάλληλη βλάστηση και νερό.

Οι παλαιοπανίδες θηλαστικών της Ρόδου στις περισσότερες περιοχές σκιαγραφούν για το ίδιο χρονικό διάστημα ένα ήδη διαμορφωμένο, ανοικτό και δασώδες περιβάλλον που είναι πλούσιο σε τροφή με εσωτερικές λίμνες και ποτάμια. Όμως οι απολιθωματοφόρες θέσεις του πλειόκαινου είναι περιορισμένες στην ανατολική Μεσόγειο που ίσως σχετίζεται με τις έντονες τεκτονικές κινήσεις αυτής της περιόδου που καταβύθισαν μεγάλα τμήματα και τη μείωση της έκτασης του νησιού εξαιτίας της ευστατικής ανόδου της στάθμης της θάλασσας και την αλλαγή του κλίματος από θερμό σε υποτροπικό.

Οι αλλαγές αυτές στο περιβάλλον που μείωσαν την τροφική αλυσίδα είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των μεγάλων θηλαστικών με αποτέλεσμα τον αφανισμό τους.

Το νέο σπουδαίο εύρημα υψίστης παλαιοντολογικής σημασίας που βρέθηκε για πρώτη φορά σε περιοχή της Ιαλυσού έρχεται να επαληθεύσει τις προηγούμενες αναφορές και μελέτες για τη μετανάστευση και διασπορά των προβοσκιδωτών. Πρόκειται για ένα τμήμα ενός χαυλιόδοντα ελέφαντα του γένους mastodon ένα μαστόδοντα του είδους Αnancus arvernensis.

Το απολίθωμα είχε εντοπιστεί μέσα σε αμμώδη και κροκαλοπαγή ιζήματα να εξέχει σε ένα τεχνητό χάσμα που δημιουργήθηκε από κάποιο σκαπτικό μηχάνημα τύπου μπουλντόζας, αφαιρώντας οικοδομικά υλικά για κάποια νεόκτιστη οικοδομή ή για την επίστρωση κάποιου δρόμου με αποτέλεσμα την αποκοπή και την καταστροφή ενός μεγάλου μέρους του χαυλιόδοντα. Μετά τη σωστική δύσκολη εργασία καταφέραμε να αφαιρέσουμε το υπόλοιπο του ευρήματος από το μητρικό υλικό το οποίο έχει μήκος 50 εκατοστά και πάχος 10 εκατοστά και είναι τμήμα από την μπροστινή μεριά του χαυλιόδοντα.

Το απολίθωμα μεταφέρθηκε στον ειδικό χώρο τού παλαιοντολογικού και ορυκτολογικού Μουσείου όπου έγινε η συντήρηση και η αποκατάστασή του από τη ζημιά που υπέστη.

Τον Οκτώβριο του 2019 επισκέφθηκε τον χώρο του Μουσείου ο Φινλανδός ερευνητής και παλαιοντολόγος ειδικός στα προβοσκιδωτά από το Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι κ. Saarinen Juha.

O κύριος Juha αφού μελέτησε το εύρημα παρατηρώντας τις αυξητικές γραμμές της τομής του χαυλιόδοντα είπε ότι μοιάζει πάρα πολύ με το μαμούθ αλλά πρόκειται για ένα εξαφανισμένο είδος μαστόδοντα του είδους Anancus Αrvernensis και πρόκειται για ένα είδος Αφρικανικού, Ευρωπαϊκού και Ασιατικού ελέφαντα με ευθύγραμμους χαυλιόδοντες και το συγκεκριμένο εύρημα πρέπει να είχε μήκος 2 μέτρα κατά την απολίθωσή του.

αταλήγοντας ο σπουδαίος αυτός παλαιοντολόγος πρόσθεσε ότι το είδος αυτό του μαστόδοντα ζούσε κατά την Τουρόλιο εποχή του Μειόκαινου πριν από 5 – 3 εκατ. έτη μέχρι να εξαφανιστεί κατά την καλάβριο εποχή του πλειστόκαινου πριν από 1,8 εκατ. έτη περίπου.

Τέλος αξίζει να αναφέρουμε τις παλαιότερες ανακαλύψεις από ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στη Ρόδο πριν αρκετά χρόνια. Τον Απρίλιο 1993 πραγματοποιήθηκε παλαιοντολογική ανασκαφή στην Απολακκιά της Ρόδου όπου είχε βρεθεί τμήμα κρανίου με δύο χαυλιόδοντες του είδους anancus arvernensis από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γεώργιο Θεοδώρου με συνεργασία του καθηγητού J. Spieldnaes από το Όσλο. Στο σπήλαιο Λαδικό βρέθηκαν υπολείμματα του palaeodoxodon antiquus mnaiadriensis.

Στις αρχές Οκτωβρίου του Έτους 2019 ανακαλύφθηκε από τον ιδρυτή του ορυκτολογικού και παλαιοντολογικού Μουσείου κ. Πολυχρόνη Σταματιάδη τμήμα χαυλιόδοντα του γένους Mastodon του είδους Anancus arvernensis, πλειστοκαινικής (Καλάβριο) εποχής. Στο νησί της Τήλου το 1971 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ν. Συμεωνίδης ανακάλυψε στο σπήλαιο Χαρκαδιό ενός από τα πλουσιότερα απολιθωματοφόρα κοιτάσματα παγκοσμίως τους νάνους ελέφαντες Elephas tiliensis.
Το γεωλογικό ορυκτολογικό και παλαιοντολογικό μουσείο Σταματιάδη είναι επισκέψιμο και τους χειμερινούς μήνες μόνο κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας. Τηλ. Στο 2241095789 η 6975595865».

Δείτε φωτογραφίες του Σάββα Σαχίνη στη Ροδιακή εφημερίδα