Ζητά ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Λάρισας Κων. Γιαννακόπουλος, με αφορμή τον καταλογισμό 850.000 ευρώ σε Λαρισαίο γιατρό
Ζητά ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Λάρισας Κων. Γιαννακόπουλος, με αφορμή τον καταλογισμό 850.000 ευρώ σε Λαρισαίο γιατρό
Υπέρ της θεσμοθέτησης προδικαστικής διαδικασίας για να φιλτράρει τις περιπτώσεις ιατρικής αμέλειας πριν αποσταλούν στη Δικαιοσύνη τάσσεται ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Λάρισας κ. Κων. Γιαννακόπουλος και ζητά με αφορμή την περίπτωση του πιθανού καταλογισμού υπέρογκου ποσού σε Λαρισαίο γιατρό, τη θωράκιση όλων των γιατρών, ιδιαίτερα των νοσοκομειακών, με ασφάλιση αστικής ευθύνης.
Ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου μετά τον θόρυβο που ξέσπασε τις τελευταίες ημέρες αλλά και τις ανησυχίες του ιατρικού κόσμου, αναδεικνύει το αίτημα του κλάδου για αποποινικοποίηση της ιατρικής πράξης και σε συνέντευξή του στην «Ε» αναλύει την έννοια της ιατρικής αμέλειας, προσδιορίζει σε ποιες περιπτώσεις ευθύνεται ο γιατρός και αποσαφηνίζει τη σχέση μεταξύ αμέλειας και πιθανής εσφαλμένης διάγνωσης.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Λάρισας σημειώνει ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ολοένα και πιο αυστηρή τάση των δικαστηρίων έναντι των γιατρών αν και οι δικαστές, όπως υπογραμμίζει, «δεν είναι εξοικειωμένοι με τις ιδιαιτερότητες της ιατρικής επιστήμης» για να αναδείξει την επιθυμία των γιατρών να δικάζονται για τις περιπτώσεις των ιατρικών λαθών από γιατρούς.
Επιπρόσθετα συστήνει στους γιατρούς πιστή τήρηση του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν πιθανές επιπλοκές σε ιατρικές πράξεις και διαμορφώνει το διεκδικητικό πλαίσιο του Πανελλήνιου Ιατρικού αλλά και των τοπικών Ιατρικών Συλλόγων μετά τις τελευταίες εξελίξεις.
Συνέντευξη στον Δημ. Κατσανάκη
-Κύριε πρόεδρε, με αφορμή την υπόθεση καταλογισμού του αστρονομικού ποσού σε Λαρισαίο γιατρό για επιπλοκή σε χειρουργική επέμβαση επανέρχεται στην επικαιρότητα το θέμα της ιατρικής αμέλειας. Πώς αντιλαμβάνεστε αυτή την αμέλεια του γιατρού;
-Η ιατρική αμέλεια πολλές φορές είναι συνώνυμη με την ιατρική ευθύνη ή το ιατρικό σφάλμα και αφορά στην πλημμελή συμπεριφορά του γιατρού ως προς τη διάγνωση, τη θεραπεία και την εν γένει παροχή βοήθειας προς τον ασθενή. Πλημμελής συμπεριφορά θεωρείται η συμπεριφορά που δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, τέχνης και δεοντολογίας.
Ο γιατρός δεν επιδεικνύει προς τον ασθενή εκείνο το ενδιαφέρον που αναμένει η κοινωνία και η πολιτεία. Θα πρέπει δηλαδή να δείξει το ενδιαφέρον ενός μέσου εξειδικευμένου γιατρού.
Το κριτήριο αυτό όμως είναι αντικειμενικό. Ο δικαστής για παράδειγμα περιμένει την επιμέλεια ενός μέσου γιατρού. Ούτε ενός καθηγητή της Ιατρικής, αλλά ούτε και ενός αρχαρίου ή ενός ειδικευόμενου, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κατάλληλη επίβλεψη.
Η ιατρική αμέλεια – ευθύνη έχει τρεις παραμέτρους, την ποινική, στην αστική και την πειθαρχική ενώ διακρίνεται σε:
α) μη συνειδητή, κατά την οποία ο γιατρός, από έλλειψη προσήκουσας προσοχής, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και
β) συνειδητή, κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε.
* Σε ποιες περιπτώσεις όμως ευθύνεται ο γιατρός;
- Ευθύνη γιατρού για αμέλεια υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας.
Δηλαδή, θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον γιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος.
Σε περίπτωση που πρόκειται για ειδικευόμενο γιατρό, δηλαδή γιατρό που δεν έχει αποκτήσει ακόμη την ειδικότητά του, μέτρο σύγκρισης σχετικά με την οφειλόμενη από μέρους του προσοχή, θα αποτελέσει ο άρτι αποφοιτήσας από την Ιατρική Σχολή, ο οποίος, λόγω του ότι δεν έχει κάποια περαιτέρω εξειδίκευση, καλείται να επιδείξει μειωμένη -σε σχέση με τον πιο έμπειρο ιατρό- φροντίδα. Η μειωμένη αυτή φροντίδα, δεν μπορεί να λειτουργεί σε όλες τις περιπτώσεις απαλλακτικά για τον υπαίτιο γιατρό. Έτσι, η οφειλόμενη προσοχή πρέπει να καταφάσκεται και στην περίπτωση του ανειδίκευτου γιατρού, όταν η διάγνωση του ανακύπτοντος προβλήματος δεν προϋποθέτει ειδικές ή επιπλέον ιατρικές γνώσεις, που προσδίδει στον γιατρό η απόκτηση μιας ειδικότητας, αλλά μπορεί να επιτευχθεί και με τις βασικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης, που κάθε γιατρός πρέπει να διαθέτει.
* Ποια είναι η κρατούσα αντικειμενική θεωρία για την αμέλεια;
-Σύμφωνα μ’ αυτήν, σαν μέτρο σύγκρισης λαμβάνεται υπόψη όχι η συμπεριφορά που μπορούσε να επιδείξει ο ίδιος ο γιατρός, αλλά η συμπεριφορά που μπορούσε να επιδείξει ο μέσος εκπρόσωπος του επαγγέλματος, δηλαδή ο τυπικός εκπρόσωπος του κύκλου του. Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, στον χώρο της ιατρικής ευθύνης γίνεται δεκτό ότι θα γίνεται κάθε φορά αναγωγή στην ειδικότητα του κάθε γιατρού για την ανεύρεση του προτύπου επιμέλειας, το οποίο σχηματίζεται από τα κατά κοινή συνείδηση και αντικειμενική κρίση, δεοντολογικώς κρατούντα σε ορισμένη ειδικότητα γιατρού. Τα όρια του κριτηρίου αυτού αναδεικνύονται σε περιπτώσεις, όπου η επιβαλλόμενη επιμέλεια του γιατρού της οικείας ειδικότητας τηρείται, αλλά η ζημία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με την τήρηση μεγαλύτερης (εξιδιασμένης) επιμέλειας.
* Πόσο συχνά είναι στη χώρα μας τα ιατρικά σφάλματα; Γιατί γίνεται γνωστός ένας μικρός αριθμός σφαλμάτων που συνήθως απασχολούν την επικαιρότητα και τις δικαστικές αίθουσες…
-Συμβαίνουν σε αρκετό βαθμό (περίπου 6.000 τον χρόνο), ενώ το 13% των νοσηλευομένων σε νοσοκομείο έχει υποστεί ιατρικό σφάλμα. Υπάρχει μάλιστα χρόνο με τον χρόνο μια τάση να αυξάνονται οι μηνύσεις και οι αγωγές κατά των γιατρών σε πανελλήνια κλίμακα, από ασθενείς ή συγγενείς τους, φαινόμενο βέβαια που επιτάθηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και οι οποίοι πιστεύουν πως η σωστή νομική διαχείριση ενός ιατρικού λάθους, παρόλο που οι ασφαλιστικές εταιρείες αρνούνται να πληρώσουν, ακόμα και αν ο γιατρός αποδεχθεί την ευθύνη του και περιμένουν πολλές φορές απόφαση του Άρειου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας για να το κάνουν.
Κυρίως τα ιατρικά σφάλματα συμβαίνουν από επεμβατικούς γιατρούς, οι οποίοι μάλιστα είναι ασφαλισμένοι για ποσά μεγαλύτερα των 300.000 €.
* Τα ιατρικά σφάλματα δεν είναι φυσικά ελληνικό φαινόμενο. Ποια είναι η κατάσταση σε χώρες του εξωτερικού με καλύτερα συστήματα υγείας;
-Τα ιατρικά λάθη και δυσμενή συμβάντα αποτελούν συχνό φαινόμενο κατά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών ανά τον κόσμο, τόσο σε επίπεδο ιδιωτικής, όσο και σε επίπεδο δημόσιας περίθαλψης. Σε όλα τα μέρη του κόσμου, ακόμα και στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στην Ελβετία, που έχουν ένα σοβαρό επίπεδο ιατρικής και περίθαλψης, συμβαίνουν ιατρικά σφάλματα. Αυτό βέβαια προκύπτει και από τις δικαστικές αποφάσεις.
Στις ΗΠΑ συμβαίνουν 98.000 θάνατοι τον χρόνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο 20-30.000, στη Γερμανία 30.000 ενώ στη Ν. Ζηλανδία 50.000.
* Ας επανέλθουμε στο θέμα της ιατρικής αμέλειας με αφορμή την υπόθεση του Λαρισαίου γιατρού. Σε ποιους παράγοντες μπορεί να οφείλεται η ιατρική αμέλεια;
-Η αμέλεια μπορεί να οφείλεται στην ανεπάρκεια του συστήματος υγείας (για γιατρούς ΕΣΥ) ή να σχετίζεται με την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους γιατρούς τα τελευταία χρόνια, λόγω της αρνητικής δημοσιότητας, την έλλειψη έρευνας, εκπαίδευσης και εμπειρίας του ιατρικού προσωπικού (κυρίως νέοι και ειδικευόμενοι) ή ακόμα και την έλλειψη οικονομικών πόρων.
Συχνές αιτίες είναι η ανασφάλεια ή/και απροσεξία των γιατρών αλλά και η κακή συνεργασία του υγειονομικού προσωπικού και παλιός ή/και ξεπερασμένος ιατροτεχνολογικός εξοπλισμός.
* Στις περιπτώσεις αυτές ποιο είναι το όργανο που κρίνει τον γιατρό;
-Τον κρίνουν τα θεσμοθετημένα όργανα της πολιτείας, κυρίως το Δικαστήριο, αστικό ή ποινικό ή διοικητικό, αλλά και τα πειθαρχικά όργανα του Υπ. Υγείας (Δ.Σ. Νοσοκομείου, η ΥΠΕ το Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο) όταν πρόκειται για γιατρούς του δημόσιου τομέα.
Σύμφωνα βέβαια με τον ισχύοντα Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν.3418/2005) και τη νέα Νομοθεσία περί Ιατρικών Συλλόγων και ΠΙΣ (Ν.4512/17-1-2018, άρθρα 271-342) πειθαρχικό έλεγχο ασκούν για όλες τις περιπτώσεις του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια των Ιατρικών Συλλόγων και το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών (Α.Π.Σ.Ι.) του Π.Ι.Σ., σε δεύτερο βαθμό.
* Η αμέλεια είναι τελικά το αποτέλεσμα μιας πιθανής εσφαλμένης διάγνωσης;
-Το Δικαστήριο θα εξετάσει αν ο γιατρός έκανε τις κατάλληλες διαγνωστικές ενέργειες (κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις, απεικονιστικές κ.λπ.), που θα βοηθούσαν να κάνει τη διαφοροδιάγνωση και να θέσει μια ασφαλή διάγνωση.
Αν παρόλα αυτά απέτυχε να βγάλει διάγνωση, όχι από δική του υπαιτιότητα αλλά εξαιτίας του ότι η νόσος δεν είχε εμφανή και παθογνωμονικά συμπτώματα, δηλαδή «κρύβονταν καλά», ή δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για ασφαλή διάγνωση (ΤΕΠ, οξέα περιστατικά), τότε η πλανημένη διάγνωση δεν καταλογίζεται στο γιατρό.
Με την πάροδο του χρόνου και από τις δημοσιευμένες αποφάσεις των Δικαστηρίων, παρατηρείται ολοένα και πιο αυστηρή τάση των Δικαστηρίων έναντι των γιατρών.Το 70% των αποφάσεων (ποινικές ή αστικές) είναι καταδικαστικές, ενώ αθωωτικές ή απαλλακτικές είναι κάτω του 30%.
Οι δικαστές συνήθως εφαρμόζουν την αρχή που διαπνέει το ποινικό μας δίκαιο, της «ηθικής απόδειξης», της αξιολόγησης δηλαδή των αποδεικτικών μέσων κατά συνείδηση.Δεν είναι όμως εξοικειωμένοι με τις ιδιαιτερότητες της ιατρικής επιστήμης. Δεν γνωρίζουν ιατρικούς όρους και έχουν ανασφάλεια ως προς το πώς πρέπει να δικάσουν. Υποβοηθούνται βέβαια από μάρτυρες με ειδικές γνώσεις, έγγραφα, τεχνικούς συμβούλους, αλλά και πραγματογνώμονες.
Όταν όμως οι ιατρικές πραγματογνωμοσύνες είναι αντιφατικές, τότε τα πράγματα περιπλέκονται και γίνονται ακόμα πιο δύσκολα.
* Υπονοείτε ότι αυτές οι υποθέσεις πρέπει να δικάζονται από γιατρούς;
-Είναι ένα πάγιο παράπονο των γιατρών. Οι γιατροί θα επιθυμούσαν να δικάζονται από γιατρούς και όχι από δικαστές.
Από τη δική τους πλευρά έχουν δίκιο! Όχι γιατί πιστεύουν ότι «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει» αλλά γιατί οι γιατροί ως χειρουργοί π.χ. θα κατανοήσουν διαφορετικά την κατάσταση σ’ ένα ατυχές περιστατικό (π.χ. απολινώθηκε ένας ουρητήρας σε μια γυναικολογική επέμβαση) και διαφορετικά ένας δικαστικός, που ενδεχομένως ουδέποτε έχει επισκεφτεί χώρο χειρουργείων κατά την ώρα φόρτου εργασίας με επείγοντα περιστατικά.
* Μετά τον θόρυβο των τελευταίων ημερών για ένα σοβαρό θέμα, που θα συνεχίσει να απασχολεί τον ιατρικό κόσμο, τι συστήνετε στους γιατρούς; Πώς πρέπει να κινούνται και τι πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα;
-Η ιατρική αμέλεια-ευθύνη θα μας απασχολεί απ’ ό,τι φαίνεται και τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι δύσκολα θα κλείσει ο κύκλος των αγωγών και μηνύσεων κατά των γιατρών, από πλευράς ασθενών και των οικείων τους.
Πρέπει όλοι οι γιατροί να αποδίδουμε τη δέουσα προσοχή. Να τηρούμε πιστά τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν.3418/2005) και ιδιαίτερα την παρ.2 του άρθρου 4: «ο γιατρός πρέπει να συνεργάζεται αρμονικά με τους συναδέλφους του και το λοιπό προσωπικό και να προβαίνει σε κάθε ενέργεια, προκειμένου να αποφευχθούν τα ιατρικά λάθη,….» να ζητάμε τη συνδρομή των Ιατρικών Συλλόγων της χώρας και του Π.Ι.Σ. (που δυστυχώς μέχρι τώρα δεν έχουν διαδραματίσει μεγάλο ρόλο), να προσανατολιστούμε, αφενός μεν προς την τήρηση κατευθυντήριων οδηγιών (guidelines), αφετέρου δε προς πιο εξειδικευμένα γραφεία παροχής νομικών υπηρεσιών, αλλά και προς προτάσεις νομοθετικού πλαισίου, που θα παρέχουν αποζημίωση στον ασθενή χωρίς μακροχρόνιες, δαπανηρές και ψυχοφθόρες διαδικασίες για τον γιατρό.
Το ζητούμενο είναι τα λάθη να είναι μικρά, να είναι αναστρέψιμα, να μην είναι συχνά και φυσικά να μην είναι σοβαρά και ενίοτε μοιραία.
* Μετά τα νέα δεδομένα πώς διαμορφώνεται το διεκδικητικό πλαίσιο του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου αλλά και των τοπικών Ιατρικών Συλλόγων;
-Καταρχήν είναι αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν.3418/2005) αλλά και η επικαιροποίηση του νόμου περί Ιατρικών Συλλόγων – Π.Ι.Σ. και Πειθαρχικού Δικαίου (Ν.4512/2018).
Τα συνδικαλιστικά όργανα των γιατρών πρέπει να επιδιώξουν την αποποινικοποίηση της ιατρικής πράξης αλλά και τη θεσμοθέτηση Ειδικής Επιτροπής από τον Π.Ι.Σ. και το Υπ. Υγείας, που θα φιλτράρει τις περιπτώσεις ιατρικής αμέλειας, πριν αποσταλούν στη Δικαιοσύνη ώστε να μπει φρένο στους κατ’ επάγγελμα κατήγορους και συκοφάντες του ιατρικού κόσμου, που εκμεταλλεύονται «εργολαβικά» περιπτώσεις πιθανής ιατρικής αμέλειας.
Τα ιατρικά σφάλματα είναι αξιοποιήσιμα και πρέπει να τα αξιοποιήσουμε μέσω της δημιουργίας συστημάτων ανίχνευσης, αναφοράς, καταγραφής και ανάλυσής τους, ενώ προβάλει πλέον αναγκαία παρά ποτέ η θωράκιση με ασφάλιση αστικής ευθύνης όλων των γιατρών του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και όλων των αντίστοιχων δομών (Νοσοκομεία, ΚΥ, Ιδιωτικές κλινικές).